The Banshees of Inisherin (2022)

“Καλή σας τύχη. Για ό,τι κι αν πολεμάτε.” Αυτές είναι οι λέξεις που μονολογεί ο Pádraic (Colin Farrell) βλέποντας τον καπνό και τις φωτιές του εμφυλίου πολέμου που μαίνεται στην ηπειρωτική Ιρλανδία και διακόπτει πού και πού τη φιλήσυχη ζωή του απομονωμένου νησιού Inisherin, όπου ο ίδιος ζει. Αυτές είναι και οι λέξεις που θέτουν από την αρχή τη βάση της ταινίας και το υποβόσκον θέμα της.

Εύκολα θα μπορούσε κανείς να προσπεράσει αυτό το μικρό σχόλιο (και αρκετά ακόμα σαν κι αυτό) σαν κάτι που απλώς διαταράσσει στιγμιαία την αφήγηση, αφού η ιστορία αφορά δύο καρδιακούς φίλους και τη ρήξη στη σχέση τους. όταν ξαφνικά μία μέρα ο ένας από τους δύο, ο Colm (Brendan Gleeson), παύει να μιλάει στον άλλον. Η συμπεριφορά αυτή είναι τόσο παράλογη, τόσο αναπάντεχη, που ο Pádraic, καλοσυνάτος και απλός στη σκέψη και τους τρόπους του, αρνείται να τη δεχτεί, πυροδοτώντας έτσι μια σειρά ακραίων αντιδράσεων από μεριάς του πρώην αδερφικού του φίλου.

Μια προσεκτική ματιά, όμως, αποκαλύπτει το βάθος του σεναρίου του υπέροχου Martin McDonagh, ο οποίος καταφέρνει με έναν πρωτότυπο και άκρως ενδιαφέρον τρόπο να μιλήσει για τον παραλογισμό του πολέμου (του εμφυλίου στη συγκεκριμένη περίπτωση), τις συνέπειές του σε ζωές που δεν έχουν καμία σχέση με αυτόν, τις παράπλευρες απώλειες αμάχων και αθώων, αλλά και τα άκρα στα οποία φτάνει κανείς από τη στιγμή που βουτάει (αναγκαστικά ή όχι) στο σκοτάδι του.

Η ταινία είναι κυριολεκτικά ένα ταξίδι από το γέλιο στο κλάμα, από την ελπίδα στην απόγνωση. Κρατώντας τον εμφύλιο πόλεμο αμυδρά στο φόντο, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης παρουσιάζει με τρυφερότητα ακόμα και τους πιο παράξενους χαρακτήρες του (κάτι στο οποίο άλλωστε μας έχει συνηθίσει από παλιότερες ταινίες του, όπως το In Bruges και το Three Billboards Outside Ebbing, Misouri) και πλάθει την ιστορία του προσεκτικά, με σεβασμό και άφθονο χιούμορ.

Ακόμα και φαινομενικά “αθώες” ατάκες, όπως το “You used to be good!” που φωνάζει με απελπισία ο Pádraic στον Colm, όταν βλέπει τον τελευταίο να πίνει τις μπύρες του συντροφιά με τον κακοποιητικό αστυνομικό του νησιού, λειτουργεί σαν ένα σχόλιο από την πλευρά των μαχητών του IRA προς τους πρώην συντρόφους τους, που (κατά τη δική τους γνώμη) συμμάχησαν τελικά με την πλευρά των Άγγλων.

Η μεταστροφή του Pádraic από έναν αγαθό, χαρούμενο σε άνθρωπο σε μια ύπαρξη σκοτεινή, απαισιόδοξη και αδίστακτη που δεν έχει πια τίποτα να χάσει, είναι συγκλονιστική και απόλυτη. Η ταινία κλείνει ξανά με τις δικές του λέξεις, “Some things there is no moving on from. And I think that’s a good thing.”, και μας αφήνει να αιωρούμαστε κάπου μεταξύ καλού και κακού, πόνου και απελπισίας, και μας κάνει να σκεφτούμε ακόμα μία φορά τα τραύματα που φέρνει ένας πόλεμος και τους, όχι και λίγους, πολέμους της εποχής μας.

Design a site like this with WordPress.com
Get started